Το προανακτορικό και πρωτοανακτορικό νεκροταφείο στο Σίσι

 

Σύνοψη

Πριν ακόμα αρχίσει η ανασκαφή, αναγνωρίστηκαν αποσαρθρωμένα ανθρώπινα οστά στα χαμηλότερα άνδηρα του λόφου προς την πλευρά της θάλασσας, διαλύοντας κάθε αμφιβολία σχετικά με την ύπαρξη ενός νεκροταφείου. Η ανασκαφή σε αυτό το σημείο υπό τη διεύθυνση της Ilse Schoep από το 2007 έως το 2011 αποκάλυψε και ταύτισε πάνω από 30 ορθογώνιους  χώρους (Εικ. 1). Έχοντας θέα προς τη θάλασσα, οι χώροι αυτοί συναπαρτίζουν ένα νεκροταφείο από μικρά ορθογώνια οικοδομήματα που είναι γνωστά στη βιβλιογραφία ως τάφοι με μορφή οικίας. Κατά τη διάρκεια της Προανακτορικής και πρώιμης Πρωτοανακτορικής περιόδου, οι τάφοι με μορφή οικίας ήταν περισσότερο συχνοί στις βόρειες και ανατολικές περιοχές του νησιού, σε αντίθεση με τους κυκλικούς τάφους, οι οποίοι εντοπίζονται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) στη νότια και κεντρική Κρήτη. Από τα δυτικά προς τα ανατολικά, ορθογώνιοι τάφοι έχουν ανασκαφεί για παράδειγμα στις Αρχάνες, τα Μάλια, το Ίστρο, τα Γουρνιά, τη Βασιλική, τις Λινάρες, τον Πετρά, το Παλαίκαστρο και τη Ζάκρο. Ορισμένες από αυτές τις ταφικές θέσεις αποτελούνται από ένα ή δύο ταφικά οικοδομήματα, ωστόσο οι τάφοι σε μορφή οικίας συνήθως ομαδοποιούνται σε μικρότερες ή μεγαλύτερες συστάδες. Οι τάφοι στο Σίσι κατασκευάστηκαν με μια προσθετική διαδικασία, καθώς νέοι χώροι προστίθενται δίπλα από τους υπάρχοντες, κάνοντάς το δύσκολο ορισμένες φορές να αποφασίσουμε εάν οι γειτνιάζοντες χώροι θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκουν στους ίδιους τάφους.

Εικ. 1 Κάτοψη του νεκροταφείου (Α. Χαλκίδη).

Η πλειοψηφία των ορθογώνιων χώρων που έχουν ανασκαφεί μέχρι τώρα βρίσκονται σε δύο φυσικά άνδηρα στη βορειοανατολική πλαγιά του λόφου (Ζώνη 1). Ωστόσο, αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος τάφος σε ένα βραχώδες ακρωτήριο, ο οποίος αποτελείται από τουλάχιστον τέσσερις ορθογώνιους χώρους, περίπου 30 μέτρα δυτικότερα (Ζώνη 9), στα ανατολικά ενός πυροβολείου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό καθιστά πιθανή την περίπτωση ολόκληρο το ανώτερο άνδηρο μεταξύ της Ζώνης 1 και της Ζώνης 9 να καταλαμβάνονταν από ταφικά οικοδομήματα και σε αυτή την περίπτωση το νεκροταφείο θα εκτεινόταν σε μια περιοχή τουλάχιστον 1650 μ2. Επιπλέον, τα κατάλοιπα τοιχοποιίας στο κατώτερο άνδηρο, τα οποία βρίσκονται σε κακή κατάσταση διατήρησης, υποδεικνύουν ότι υπήρχαν πιθανά περισσότεροι τάφοι σε κοντινή απόσταση από τη θάλασσα και στα δυτικά των Χώρων 1.1 και 1.9-1.10. Η Ζώνη 9 είναι καλύτερα προστατευμένη από τα φυσικά στοιχεία, ωστόσο η βορειοανατολική πλαγιά του λόφου έχει διαβρωθεί σημαντικά από τον άνεμο και τη θάλασσα, με αποτέλεσμα οι βόρειοι και ανατολικοί τομείς του ανώτερου ανδήρου και ο κεντρικός και δυτικός τομέας του κατώτερου ανδήρου να έχουν διαβρωθεί σχεδόν πλήρως έως το επίπεδο του φυσικού βράχου. Εκτός από τη Ζώνη 9, τα καλύτερα διατηρημένα κτίσματα που έχουν ανασκαφεί μέχρι τώρα είναι οι Χώροι 1.2, 1.9-1.10, 1.16, 1.11-1.12 και 1.17. Η ανασκαφή έχει αρχίσει μόνο στα δυτικά του ανοιχτού χώρου 1.18, ωστόσο οι αποθέσεις φαίνεται να είναι αρκετά πυκνές και πολλά υποσχόμενες.

Οι τάφοι ακολουθούν τον προσανατολισμό των φυσικών ανδήρων. Οι ορθογώνιοι χώροι είναι μικροί σε μέγεθος. Ο μεγαλύτερος είναι περίπου 3,4 μέτρα επί 1,6-2,7 μέτρα, ενώ ο μικρότερος μόλις 1,2 μέτρα. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι με αργολιθοδομή, με μικρού και μεσαίου μεγέθους ακατέργαστους λίθους, οι οποίοι είναι διατεταγμένοι έχοντας ένα ή δύο πρόσωπα και μερικές φορές σχετίζονται με μερικά μεγαλύτερα κομμάτια. Ο ασβεστόλιθος είναι το πιο συχνό σε χρήση υλικό δόμησης, ωστόσο χρησιμοποιούνται περιστασιακά η σιδερόπετρα και ο ψαμμίτης. Οι κτίστες συχνά αξιοποιούσαν την τοπογραφία της περιοχής ενσωματώνοντας τις ανωμαλίες του φυσικού βράχου κατά την κατασκευή. Είναι πιθανό οι διατηρημένοι τοίχοι να αποτελούσαν απλά τα θεμέλια για υπερυψωμένα στοιχεία από φθαρτά υλικά, ενώ συλλέχθηκαν μικρά θραύσματα από καμένα πλιθιά στον Χώρο 1.11, για παράδειγμα, και στον ανοιχτό χώρο 1.30. Επιπλέον, η μικρομορφολογική ανάλυση των δειγμάτων υποδεικνύει ότι τουλάχιστον μερικοί από τους τοίχους θα πρέπει να είχαν επιχριστεί με κονίαμα. Ο φυσικός βράχος έχει χρησιμοποιηθεί ως δάπεδο σε ορισμένους χώρους, ενώ σε άλλους στρωνόταν ένα επίπεδο στρώμα χώματος (συχνά αναμεμιγμένο με όστρακα και μικρές πέτρες) ή ένα βοτσαλωτό δάπεδο. Όπως συμβαίνει συχνά με τους τάφους με μορφή οικίας, οι τοίχοι συχνά δεν διασώζουν ενδείξεις που να τεκμηριώνουν την ύπαρξη εισόδων, υποδεικνύοντας ότι η πρόσβαση στους χώρους γινόταν από επάνω, είτε από την οροφή είτε μέσα από κάποιο άνοιγμα που βρισκόταν ψηλότερα στον τοίχο. Υπάρχουν ωστόσο μερικές εξαιρέσεις. Υπάρχει ένα άνοιγμα στον διαχωριστικό τοίχο μεταξύ του Χώρου 1.11 και 1.12 και δύο κατώφλια στον δυτικό και ανατολικό τοίχο του Χώρου 1.7 που υποδεικνύουν ότι το τελευταίο επικοινωνούσε τόσο με τον Χώρο 1.8 και όσο και με τον Χώρο 1.16.

Οι κτιστοί τάφοι του Σισίου σώζονται κατά κανόνα σε κακή κατάσταση διατήρησης και έχουν αποδώσει παραδόξως λίγα κτερίσματα σε σχέση με τα νεκροταφεία για παράδειγμα του Μόχλου και των Αρχανών. Επιπλέον, μεγάλο μέρος της κεραμικής βρέθηκε εξωτερικά των τάφων, γεγονός που υποδεικνύει ότι οι τελετουργικές πρακτικές λάμβαναν χώρα εντός του νεκροταφείου. Με βάση τα παραπάνω, το Αρχαιολογικό Πρόγραμμα Σισίου συνεισφέρει σημαντικά στην καλύτερη κατανόηση των προανακτορικών και πρωτοανακτορικών ταφικών πρακτικών, κυρίως χάρη στην εμπλοκή των φυσικών ανθρωπολόγων στο πρόγραμμα, ήδη από την έναρξή του, οι οποίοι έχουν ειδικευτεί στην οστεοαρχαιολογία (ή αρχαιοθανατολογία, η οποία ονομάζεται και ανθρωπολογία πεδίου). Μέχρι πρόσφατα, τα ανασκαφικά προγράμματα στην Κρήτη προσκαλούσαν τους φυσικούς ανθρωπολόγους να μελετήσουν τα σκελετικά κατάλοιπα μετά το πέρας των ανασκαφών, εάν αυτό συνέβαινε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάνεται μεγάλο μέρος των πληροφοριών που αφορούσαν στην ακριβή τοποθέτηση των σκελετικών καταλοίπων και επομένως σχετικά με τη μεταχείριση του σώματος. Ωστόσο, στο Σίσι οι φυσικοί ανθρωπολόγοι Δρ. Isabelle Crevecoeur και η Δρ. Aurore Schmitt, ερευνήτριες του CNRS στη Γαλλία, είναι υπεύθυνες για την ανασκαφή και την τεκμηρίωση των ταφικών αποθέσεων. Κατά τις ανασκαφικές εκστρατείες του 2007-2011, μπόρεσαν να καταγράψουν πρωτοφανή στοιχεία σχετικά με τις αλληλουχίες των ταφών στο πεδίο.

Πιο συγκεκριμένα, η υιοθέτηση της οστεοαρχαιολογικής προσέγγισης στο Σίσι είχε ως αποτέλεσμα δυο ιδιαίτερα σημαντικές παρατηρήσεις. Πρώτα από όλα, η Δρ. Isabelle Crevecoeur και η Δρ. Aurore Schmitt εντόπισαν σαφή στοιχεία πρωτογενών ταφών, αντικρούοντας την κρατούσα ερμηνεία των ταφών με μορφή οικίας ως απλών οστεοφυλακίων. Αρθρωμένοι σκελετοί εναποτέθηκαν στους τάφους με μορφή οικίας στο Σίσι και αφέθηκαν να αποσυντεθούν επί τόπου. Αργότερα, όταν ένας νέος νεκρός εισερχόταν στον τάφο, ορισμένες φορές αναμοχλεύονταν τα προϋπάρχοντα σκελετικά κατάλοιπα. Η διαδικασία της αναδιάταξης των οστών για πρακτικούς λόγους είναι γνωστή ως «συμπύκνωση». Αυτή θα πρέπει να διαχωριστεί από τις δευτερογενείς αποθέσεις, οι οποίες συμβαίνουν όταν μερικώς ή πλήρως μη αρθρωμένα σκελετικά κατάλοιπα, μεταφέρονται σκόπιμα από την αρχική θέση της αποσύνθεσής τους σε μια άλλη θέση. Στο Σίσι, οι δευτερογενείς ταφές έχουν αναγνωριστεί με βεβαιότητα μόνο στους Χώρους 1.9 και 9.1. Μια δεύτερη σημαντική παρατήρηση που έγινε από τις οστεοαρχαιολόγους μας αφορά στη μεταχείριση των ανήλικων ατόμων και ιδιαίτερα των νεογνών. Μέχρι πρόσφατα, θεωρούνταν ότι τα μικρά παιδιά σπάνια θάβονταν με την υπόλοιπη κοινότητα. Ωστόσο, τα στοιχεία από το Σίσι τείνουν να υποδεικνύουν ότι η σπανιότητα των παιδικών ταφών σε άλλα νεκροταφεία με ορθογώνιους τάφους είναι περισσότερο συνέπεια του μικρού μεγέθους και της ευαισθησίας των οστών συνδυαστικά με την περιορισμένη προσοχή που αφιερώνονταν στα σκελετικά κατάλοιπα από τις παλαιότερες ανασκαφές, παρά αποτέλεσμα μιας πρακτικής.

Επίσης, έχουν συλλεγεί δείγματα ισοτόπων και DNA, τα οποία αναλύονται επί του παρόντος, τα πρώτα από την Αργυρώ Ναυπλιώτη (Βρετανική Σχολή Αθηνών), και τα δεύτερα από τη Marie-France Deguilloux (Πανεπιστήμιο του Bordeaux). Αναμένεται να δώσουν πληροφορίες σχετικά με την τοπική ή μη προέλευση των μελών της κοινότητας και να ρίξουν φως σχετικά με την ύπαρξη (ή την απουσία) των συγγενικών δεσμών των αποθανόντων, στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην καλύτερη κατανόηση της φύσης της κοινωνικής οργάνωσης της θέσης κατά την Προανακτορική και την Πρωτοανακτορική περίοδο.

Οι τρέχουσες ενδείξεις της κεραμικής από το νεκροταφείο αφορούν στις περιόδους από την Πρωτομινωική (ΠΜ) ΙΙΑ (περ. 2650 π.Χ.) έως την Μεσομινωική (ΜΜ) ΙΙΒ (περ. 1750 π.Χ.) περίοδο. Η ΠΜ ΙΙ ταφικές αποθέσεις που έχουν ανασκαφεί μέχρι τώρα έχουν εντοπιστεί στο ανώτερο άνδηρο της βορειοανατολικής πλαγιάς του λόγου. Εδώ, ανασκάφηκαν τα κατάλοιπα ενός ΠΜ ΙΙΑ-Β τάφου σε μορφή οικίας, ο οποίος είχε τουλάχιστον τρεις χώρους (1.11, 1.12 και 1.17). Η κατασκευή προφανώς κατέρρευσε, σφραγίζοντας τις ταφές, πριν χτιστεί εκ νέου κατά τη ΜΜ ΙΑ ακολουθώντας μια ελαφρώς διαφορετική διάταξη. Τα στρώματα της ΠΜ ΙΙ στον Χώρο 1.17 περιείχαν μια συλλογική πρωτογενή ταφή, ενώ στον Χώρο 1.12 ήρθε στο φως η πρωτογενής ταφή ενός ενήλικου άνδρα, η οποία συνοδευόταν από τέσσερα αγγεία που περιείχαν κατάλοιπα νεογνών και νήπιων (Εικ. 2). Στον Χώρο 1.11 βρέθηκαν δυο ακόμα ταφές νεογνών σε πήλινα δοχεία, καθώς και μια διαταραγμένη συλλογική απόθεση, η οποία περιείχε τα σκελετικά κατάλοιπα τουλάχιστον τεσσάρων ατόμων (τριών ενηλίκων και ενός εφήβου) (Εικ. 2). Φαίνεται ότι ο Χώρος 1.11 χρησιμοποιούνταν επανειλημμένα για πρωτογενείς ταφές, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την αναμόχλευση των παλαιότερων σκελετικών καταλοίπων. Ορισμένα από τα οστά των πρώτων νεκρών μεταφέρονταν προκειμένου να εναποτεθούν αλλού και τρία από τα κρανία βρέθηκαν συγκεντρωμένα στη βορειοδυτική γωνία του δωματίου. Τα οστά ενός ατόμου εντοπίστηκαν διατεταγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να υποθέτουμε ότι το πτώμα αποσυντέθηκε μέσα σε ένα ορθογώνιο κιβώτιο από φθαρτά υλικά. Το τελευταίο ήταν κλειστό με ένα πήλινο πώμα, θραύσματα του οποίου βρέθηκαν πάνω από τα οστά.

Εικ. 2 ΠΜ ΙΙ ταφές στους Χώρους 1.11-1.12 (I. Crevecoeur).

Εικ. 3 Τελετουργική απόθεση νότια των Χώρων 1.2-1.3 (J. Driessen).

 

Υπάρχουν λίγα στοιχεία σχετικά με τη χρήση του νεκροταφείου κατά την ΠΜ ΙΙΙ περίοδο, ωστόσο θα πρέπει να αναφέρουμε τα κατάλοιπα ενός ταφικού οικοδομήματος κάτω από τον μεταγενέστερο Χώρο 1.2, καθώς και την παρουσία μιας πρωτογενούς ταφής που σχετίζεται με ένα κύπελλο της ΠΜ ΙΙΙ στον Χώρο 1.6. Επιπρόσθετα, η τελετουργική απόθεση περιλαμβάνει ένα όστρεο τρίτωνα, μια «τσαγέρα» και δύο κύπελλα που ανακαλύφθηκαν σε ένα βοτσαλωτό δάπεδο, κάτω από ένα έξαρμα φυσικού βράχου στα νότια των Χώρων 1.2-1.3 (Εικ. 3).

Αντίθετα, η ΜΜ ΙΑ, δηλαδή η τελευταία φάση της Προανακτορικής περιόδου, ήταν μια περίοδος σημαντικής επέκτασης του νεκροταφείου. Οι Χώροι 1.11-1.12 κτίστηκαν εκ νέου και κατασκευάστηκαν νέα ταφικά οικοδομήματα στο κατώτερο άνδηρο –δηλαδή στους Χώρους 1.9-1.10, τους Χώρους 1.7-1.8-1.16 και ίσως στους Χώρους 1.2-1.3, εκτός και εάν αυτός ανήκει στην ΠΜ ΙΙΙ. Κατά την ΜΜ ΙΙΑ δημιουργήθηκε ο Τάφος 9. Το γεγονός αυτό μπορεί να επηρέασε σημαντικά τη χωρική σχέση μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και της κατοικίας των νεκρών, δεδομένου ότι ο Τάφος 9 είναι μέχρι τώρα το μόνο ταφικό οικοδόμημα, το οποίο είναι ορατό από τον οικισμό και το αντίστροφο. Στους Χώρους 9.1, 1.2, 1.7, 1.8 και 1.10 βρέθηκαν τα κατάλοιπα διαταραγμένων πρωτογενών ταφών, ενώ ο Χώρος 1.9 περιείχε μια μεγάλου μεγέθους τελετουργική απόθεση, η οποία περιείχε τα οστά τουλάχιστον 13 ατόμων (εννέα ενηλίκων, ενός εφήβου, δύο παιδιών και ενός νηπίου). Τα οστά αυτά είχαν οργανωθεί προσεκτικά ακολουθώντας τις διαφορετικές κατηγορίες των οστών (Εικ. 4, Εικ. 5), μακρά οστά ή κρανία, ωστόσο η παρουσία μερικών μικρών οστών υποδεικνύει ότι η μεταφορά μερικών μελών του σώματος θα πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριν από την αποσάρκωση.

Ο Χώρος 1.16 ξεχωρίζει από το νεκροταφείο. Χτίστηκε στα ανατολικά των Χώρων 1.7 και 1.31, μερικώς πάνω από μια μεγάλη απόθεση κεραμικής, η οποία είχε εναποτεθεί κάτω από ένα έξαρμα του φυσικού βράχου. Η συγκεκριμένη απόθεση περιείχε κύπελλα, πρόχους, σκύφους, πινάκια καθώς και μια σπασμένη (και κενή) λάρνακα. Η καλή κατάσταση διατήρησης των αγγείων και το γεγονός ότι ορισμένα από αυτά ήταν το ένα μέσα στο άλλο υποδεικνύει ότι η απόθεση είχε εναποτεθεί προσεκτικά κατά αυτόν τον τρόπο και δεν είχε απλώς παρατηθεί. Ο Χώρος 1.16 (περ. 4,2 επί 1,35 σε μέγεθος) είναι ένας από τους μεγαλύτερους στο νεκροταφείο. Έχει κτιστεί επιμελώς και ήταν επενδεδυμένος με πάγκους. Στο εσωτερικό του βρέθηκε κεραμική και λίγα ωστόσο οστά, υποδεικνύοντας ότι πιθανά δεν είχε χρησιμοποιηθεί για ταφές. Μόνο μετά από την κατάρρευση του τάφου, κατά τη ΜΜ ΙΙΑ, φαίνεται ότι απορρίφθηκε σε αυτόν τον χώρο μια μεγάλη δευτερογενής απόθεση, η οποία περιείχε κεραμική, λίθους, ανθρώπινα και ζωικά οστά και θραύσματα τοιχοποιίας.

Εικ. 4. Η δευτερογενής απόθεση στον Χώρο 1.9 (A. Schmitt).

Εικ. 5.  Η δευτερογενής απόθεση στον Χώρο 1.9 (A. Schmitt).

 

Αρκετοί από τους προανακτορικούς τάφους παρέμειναν σε χρήση κατά τη ΜΜ ΙΒ και τη ΜΜ ΙΙΑ περίοδο. Οι καλύτερα διατηρημένες πρωτοανακτορικές ταφικές αποθέσεις αποκαλύφθηκαν στη Ζώνη 9. Ο Χώρος 9.2, για παράδειγμα, αποτελούνταν από μια σειρά από υπερκείμενα ταφικά στρώματα που περιείχαν κατάλοιπα τουλάχιστον 16 ατόμων, μεταξύ των οποίων υπήρχαν ενήλικοι αλλά και ανήλικοι (Εικ. 6). Ο χώρος παρείχε στοιχεία τόσο σχετικά με τις πρωτογενείς ταφές όσο και με τις διαδικασίες της «συμπύκνωσης». Επιπρόσθετα, τα οστά που απουσιάζουν υποδηλώνουν ότι συλλέγονταν και αφαιρούνταν από τους τάφους μετά την αποσύνθεση των σωμάτων συγκεκριμένα σκελετικά στοιχεία. Το Άτομο 7 τοποθετήθηκε σε μια πήλινη λάρνακα, θραύσμα της οποίας χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερη φάση για την ταφή του Ατόμου 2. Τρεις από τους νεκρούς του Χώρου 9.2  βρέθηκαν σε στάση τέτοια, η οποία υποδεικνύει ότι τα σώματα αποσυντέθηκαν σε ένα στενό περίβλημα από φθαρτά υλικά, όπως ένα καλάθι ή ένα κομμάτι υφάσματος. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι βρέθηκε ένα χρυσό δαχτυλίδι πάνω στο κρανίο του Ατόμου 8 και ένα χρυσό καρφί σε κοντινή απόσταση. Τα παραπάνω αντικείμενα κόσμησης είναι αξιοσημείωτα δεδομένης της γενικότερης σπανιότητας των κτερισμάτων στο Σίσι.

Το ανώτερο ταφικό στρώμα στον Χώρο 9.1 φαίνεται ότι χρονολογείται στη ΜΜ ΙΙΑ περίοδο. Περιείχε κατάλοιπα από επτά διαταραγμένες πρωτογενείς ταφές (συμπεριλαμβανομένης και μιας πιθοταφής), καθώς και μια δευτερογενή απόθεση. Η τελευταία περιείχε τα οστά ενός ατόμου, τα οποία ήταν συγκεντρωμένα στη νοτιοδυτική γωνία του δωματίου και καλυπτόταν από μεγάλα όστρακα. Αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα μιας δευτερογενούς ταφικής πρακτικής, όπου διατηρούνταν η ακεραιότητα του νεκρού. Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του Χώρου 9.2, οι πρωτογενείς ταφές στον Χώρο 9.1 μαρτυρούν την επανειλημμένη αναμόχλευση, μετακίνηση και μερικές φορές αφαίρεση των προγενέστερων αποθέσεων από τον τάφο. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί σχετικά με τις ΜΜ ΙΙΑ αποθέσεις στους Χώρους 1.7-18.

Οι πιθοταφές στον Χώρο 1.29, οι οποίες χρονολογούνται στη ΜΜ ΙΙΑ φάση, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον (Εικ. 7). Μέχρι τώρα έχουν ανασκαφεί τρία μεγάλα πήλινα δοχεία, τα οποία αντί να περιέχουν τα κατάλοιπα μιας μοναδικής πρωτογενούς ταφής, φαίνεται ότι είχαν επαναχρησιμοποιηθεί σε αρκετές περιστάσεις. Ο Πίθος 2, για παράδειγμα, σχετιζόταν με τα κατάλοιπα τουλάχιστον τεσσάρων ατόμων, μεταξύ των οποίων υπήρχε ένα παιδί. Μετά την εναπόθεση ενός νέου νεκρού, τα περισσότερα οστά των προηγούμενων νεκρών συλλεγόντουσαν και τακτοποιούνταν εκτός του αγγείου. Τα στοιχεία από τον Χώρο 1.29 υποδεικνύουν ότι τα θραύσματα από έναν ή περισσότερους πίθους μπορεί να χρησιμοποιούνταν ως ταφικά περιβλήματα στη θέση ολόκληρων αγγείων.

Εικ. 6. Σχηματική απεικόνιση των ταφών στους Χώρους 9.2. (A. Schmitt).

Εικ. 7. Πιθοταφές στον Χώρο 1.29 (I. Crevecoeur).

 

Οι περισσότεροι από τους τάφους έπαψαν να χρησιμοποιούνται πριν από την έναρξη της ΜΜ ΙΙΒ περιόδου. Εντοπίστηκε ύστερη πρωτοανακτορική κεραμική στους Χώρους 9.1 και 9.2, η οποία δεν σχετίζεται με τα σκελετικά κατάλοιπα. Η νεότερη ταφή που ανασκάφηκε μέχρι τώρα στο νεκροταφείο είναι αυτή μιας ενήλικης γυναίκας. Το σώμα της είχε τοποθετηθεί μέσα σε έναν πίθο, ο οποίος είχε βυθιστεί στο βοτσαλωτό δάπεδο του παλαιού Χώρου 1.2. Το νεκροταφείο τότε εγκαταλείφθηκε και δεν επαναχρησιμοποιήθηκε έκτοτε. Ο μεταγενέστερος τόπος ταφής των κατοίκων του λόφου παραμένει άγνωστος, με εξαίρεση δυο ανήλικα άτομα που αποκαλύφθηκαν κάτω από το δάπεδο του Nεοανακτορικού Kτηρίου BC.

 

Sylviane Déderix, Isabelle Crevecoeur & Aurore Schmitt

 

Bibliography:

Crevecoeur, I. and Schmitt, A. 2009. Etude archéo-anthropologique de la nécropole (Zone 1). In: Driessen, J., Schoep, I., Carpentier, F., Crevecoeur, I., Devolder, M., Gaignerot-Driessen, F., Fiasse, H., Hacigüzeller, P., Jusseret, S., Langohr, C., Letesson, Q. and Schmitt, A. Excavations at Sissi. Preliminary Report of the 2007-2008 Campaigns. Aegis 1. Louvain-la-Neuve: Presses Universitaires de Louvain, p. 45-56.

Crevecoeur, I., Schmitt, A. and Schoep, I. 2015. An Archaeothanatological Approach to the Study of Minoan Funerary Practices: Case-Studies from the Early and Middle Minoan Cemetery at Sissi, Crete. Journal of Field Archaeology 40(3), p. 283-299.

Schmitt, A., Crevecoeur, I., Gilon, A. and Schoep, I., 2013. Apparition des inhumations individuelles en pithos à l’âge du Bronze en Crète : reflet d’une mutation sociale ? In : Transition, ruptures et continuité durant la Préhistoire. XXVIIe congrès préhistorique de France, Bordeaux-Les Eyzies, 2010. Volume 1. Paris : Société préhistorique française, p. 271-284.

Schoep, I. 2009. The excavation of the Cemetery (Zone 1). In: Driessen, J., Schoep, I., Carpentier, F., Crevecoeur, I., Devolder, M., Gaignerot-Driessen, F., Fiasse, H., Hacıgüzeller, P., Jusseret, S., Langohr, C., Letesson, Q. and Schmitt, A. Excavations at Sissi. Preliminary Report of the 2007-2008 Campaigns. Aegis 1. Louvain-la-Neuve: Presses Universitaires de Louvain, p. 57-94.

Schoep, I. Forthcoming. The House-Tomb in Context: Assessing Mortuary Behaviour in Northeast Crete. In: Relaki, M. and Papadatos, Y. (eds). From the Foundations to the Legacy of Minoan Society, Sheffield Round Table in Honour of Professor Keith Branigan.

Schoep, I., Schmitt, A. and Crevecoeur, I. 2011. The Cemetery at Sissi. In: Driessen, J., Schoep, I., Carpentier, F., Crevecoeur, I., Devolder, M., Gaignerot-Driessen, F., Hacigüzeller, P., Isaakidou, V., Jusseret, S., Langohr, C., Letesson, Q. and Schmitt, A. Excavations at Sissi, II. Preliminary Report on the 2009-2010 Campaigns. Aegis 4. Louvain-la-Neuve: Presses Universitaires de Louvain, p. 41-67.

Schoep, I., Schmitt, A., Crevecoeur, I., and Déderix, S. 2012. The Cemetery at Sissi. In: Driessen, J., Schoep, I., Anastasiadou, M., Carpentier, F., Crevecoeur, I., Déderix, S., Devolder, M., Gaignerot-Driessen, F., Jusseret, S., Langohr, C., Letesson, Q., Liard, F., Schmitt, A, Tsoraki, C. and Veropoulidou, R. Excavations at Sissi, III. Preliminary Report on the 2011 Campaign. Aegis 6. Louvain-la-Neuve: Presses Universitaires de Louvain, p. 27-51.