Το Τελετουργικό Κτήριο στο νοτιοανατολικό άνδηρο του λόφου
Ελάχιστα επιφανειακά κατάλοιπα μαρτυρούσαν την ύπαρξη του Τελετουργικού Κτηρίου στο νοτιοανατολικό άνδηρο του λόφου, το οποίο ανασκάπτεται από το 2008 υπό την εποπτεία του Δρ. Simon Jusseret, τον οποίο ακολούθησαν στη συνέχεια η Δρ. Maud Devolder, η Δρ. Sylviane Déderix και οι υποψήφιοι διδάκτορες Thérèse Claeys και Ophélie Mouthuy (Εικ. 1). Η ανασκαφή αρχικά επικεντρώθηκε στα ανατολικότερα τμήματα του κατώτερου ανδήρου, όπου ήταν ορατά ορισμένα μεγάλα τμήματα λιθοδομής. Tα τμήματα αυτά αποδείχθηκε ότι ανήκαν στο Κτήριο F, το οποίο έπαψε να χρησιμοποιείται κατά τη Μετα-ανακτορική περίοδο. Η ανακατάληψη του κτηρίου εξάλειψε ένα μέρος της παλαιότερης κάτοψης καθώς και τις περισσότερες από τις προγενέστερες αποθέσεις. Η δυτική πρόσοψη του Κτηρίου F έγινε δυνατό να καθαριστεί μόλις το 2011. Τα στοιχεία της πρόσοψης αυτής που μας εξέπληξαν ήταν αρκετά: Όχι μόνο σχημάτιζε μια ευθεία γραμμή για πάνω από 20 μέτρα, την οποία διέκοπταν μόνο δύο είσοδοι, αλλά σώζονταν επίσης η θεμελίωση της, η οποία αποτελούνταν από λεπτά επίπεδα τμήματα ασβεστόλιθου πάνω στην οποία βρίσκονταν αρχικά μια βαθμίδα λαξευτής τοιχοποιίας. Θραύσματα της βαθμίδας αυτής είχαν καταρρεύσει στα δυτικά. Ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η παρουσία ενός μεγάλου κέρνου ακριβώς στα νότια μιας από τις εισόδους, ο οποίος ήταν κατασκευασμένος από ένα επίμηκες τμήμα ασβεστόλιθου και είχε τοποθετηθεί πάνω σε μια βάση, όπως συμβαίνει με το καλύτερα σωζόμενο παράδειγμα που έχει εντοπιστεί στα γειτονικά Μάλια (Εικ. 2).
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του 2011, διερευνήσαμε την περιοχή ακριβώς δυτικά του Κτηρίου F όπου εντοπίσαμε μια λιθόστρωτη και επιχρισμένη επιφάνεια, εύρημα που δεν συνηθίζεται σε δρόμους, συνηθίζεται ωστόσο συχνά σε ανοικτές αυλές. Παρατηρήσαμε ότι η πρόσοψη και η αυλή εκτείνονται τόσο προς τα βόρεια όσο και στα νότια. Έπειτα, ανοίξαμε μια κάθετη τομή στο βορειότερο τμήμα της δυτικής πρόσοψης του Κτηρίου F όπου εντοπίσαμε έναν τοίχο με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, ο οποίος αποτελείται από ογκώδη κομμάτια ασβεστόλιθου, ενώ στον τοίχο ήταν ενσωματωμένος ένας πάγκος (Εικ. 3). Ο πάγκος αυτός φέρει δώδεκα ανθρωπογενείς, ωοειδείς κοιλότητες, των οποίων η λειτουργία παραμένει ασαφής. Παρατηρήσαμε ότι ο τοίχος με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά είναι εγκάρσιος στα δυτικά με μια πρόσοψη λαξευτής τοιχοποιίας κατασκευασμένης από ψαμμίτη, η οποία έχει κατεύθυνση Βορρά-Νότου και είναι παράλληλη με τη δυτική πρόσοψη του Κτηρίου F. Τότε μόνο αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι στην πραγματικότητα, δίχως να το περιμένουμε, σκάβαμε ένα κτήριο με επίκεντρο μια κεντρική αυλή. Η ανασκαφή το 2015 και το 2016 σε αυτή την περιοχή επιβεβαίωσε την παραπάνω υπόθεση, καθώς αποκαλύφθηκε μια μεγάλη κεντρική αυλή, η οποία περιβάλλεται στα ανατολικά, τα δυτικά και τα βόρεια από διαφορετικές πτέρυγες (Εικ. 4).
Η αυλή είναι επιχρισμένη και έχει βοτσαλωτό δάπεδο (Εικ. 5). Η κατάσταση διατήρησης είναι αρκετά καλή και συνδέει τα διαφορετικά κτίσματα από τρεις πλευρές. Έχει τουλάχιστον 40 μέτρα μήκος, ωστόσο δεν έχει βρεθεί μέχρι τώρα το νότιο άκρο της. Στην παρούσα κατάσταση των εργασιών πεδίου, το πλάτος της αυλής κυμαίνεται από μόλις 9,60 μέτρα στα βόρεια, μέχρι περίπου 15,30 μέτρα στο κέντρο της. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι θα πρέπει να είχε τραπεζοειδές σχήμα και να κάλυπτε περίπου 430 τ.μ. Εκτός από τα μεμονωμένα αγγεία, δεν βρέθηκε στην επιφάνειά της κάτι που να μας κίνησε το ενδιαφέρον, ωστόσο ελπίζουμε ότι τα αρχαιοβοτανικά δείγματα, τα δείγματα φυτολίθων και τα μικρομορφολογικά δείγματα, μετά το πέρας της μελέτης τους, θα παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του ανοικτού αυτού χώρου.
Αυτό που εντοπίσαμε περί τα 30 μέτρα νότια του βόρειου πάγκου περίπου στο κέντρο της αυλής είναι μια καλά διατηρημένη πήλινη κυκλική κατασκευή. Έχει διάμετρο μικρότερη των 90 εκατοστών και σώζεται σε ύψος μικρότερο των 30 εκατοστών (Εικ. 6). Δεν υπάρχει οπή εισόδου και περιείχε μόνο καμένο χώμα, στάχτες και μερικές μεγαλύτερες πέτρες, οι οποίες είχαν τοποθετηθεί εκεί αργότερα. Δεν εντοπίστηκαν καμένα όστρακα ή σκωρία στην περιοχή και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η κατασκευή είχε θόλο. Ως προς το σχήμα και το μέγεθος, θυμίζει τους φούρνους ψωμιού της Ανατολική Μεσογείου που ονομάζονται tabuns ή tannurs, όπου τα καρβέλια τοποθετούνταν στην εξωτερική ή την εσωτερική επιφάνεια των φούρνων. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να αποτελεί κάποιου είδους συσκευή φωτισμού. Στα ιλυώδη στρώματα που είχαν συσσωρευτεί στην επιφάνεια της αυλής, εντοπίσαμε μερικά ασυνήθιστα αντικείμενα σε δύο συγκεκριμένα σημεία: Στο βορειοδυτικό άκρο, στη γωνία που σχηματίζει η λαξευτή πρόσοψη από ψαμμίτη με τον πάγκο που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της αυλής, συλλέχθηκε μια σειρά από αποσπασματικά πήλινα ειδώλια ζώων, συμπεριλαμβανομένων τμημάτων από ειδώλια αλόγων και ένα ειδώλιο ταύρου (Εικ. 7). Τα ειδώλια είναι ακόσμητα και δεν σχετίζονταν με κεραμική, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη χρονολόγησή τους. Ωστόσο, ο πηλός φαίνεται ότι είναι μετα-μινωικός παρά μινωικός, υποδεικνύοντας ότι οι άνθρωποι επισκέπτονταν το συγκεκριμένο σημείο της θέσης κατά την ύστερη Μετα-μινωική περίοδο.
Η Βόρεια Πτέρυγα της κεντρικής αυλής δεν έφερε ενδείξεις ανακατάληψης των χώρων κατά την ΥΜ ΙΙΙ όπως συμβαίνει με το Κτήριο F. Καταστράφηκε κατά την Υστερομινωική ΙΑ και πιθανά σχετικά πρώιμα. Το ανατολικό τμήμα της Βόρειας Πτέρυγας δεν σώζεται σε καλή κατάσταση εξαιτίας αγροτικών δραστηριοτήτων ενώ ανακτήθηκε πολύ λίγη κεραμική καθώς τα επίπεδα των δαπέδων είχαν αφαιρεθεί σε αρκετές περιπτώσεις. Η ποσότητα του κονιάματος που εντοπίστηκε στο δυτικό τμήμα αυτής της πτέρυγας ήταν εντυπωσιακή υποδεικνύοντας ότι ολόκληρο το κτήριο ήταν επιχρισμένο με άφθονο επίχρισμα. Τα αραιά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μας βοήθησαν να αναγνωρίσουμε ένα διπλό κλιμακοστάσιο και έναν επιμήκη πλατύ διάδρομο, ο οποίος αρχικά ήταν λιθόστρωτος. Σε έναν χώρο, υπάρχει μια πιθανή βάση στήλης (ή η θεμελίωσή της) καθώς και ένα τμήμα δαπέδου κατασκευασμένου από πήλινες πλάκες.
Υπάρχει υψομετρική διαφορά σχεδόν δύο μέτρων μεταξύ αυτού του πλαισίου του δαπέδου και του επιπέδου του δαπέδου στα δυτικά, στο δυτικό τμήμα της Βόρειας Πτέρυγας, η οποία καταλαμβάνει ένα ψηλότερο άνδηρο. Πέντε δωμάτια, τα οποία εκτείνονται στον άξονα Βορρά-Νότου στο ανατολικό τμήμα του ανώτερου ανδήρου, σχετίζονται με τη νεοανακτορική φάση κατοίκησης της περιοχής (Εικ. 9). Πιο δυτικά, ωστόσο, η ανασκαφή αποκάλυψε εκτεταμένα προανακτορικά κατάλοιπα, τα οποία εκτείνονται προς τα νότια στη Δυτική Πτέρυγα του Τελετουργικού Κτηρίου. Τα προανακτορικά κατάλοιπα σώζονται ορισμένες φορές σε αρκετά καλή κατάσταση, γεγονός που υποδεικνύει ότι το νεοανακτορικό οικοδόμημα δημιουργήθηκε πάνω και γύρω από τα υπάρχοντα κατάλοιπα της πρωτομινωικής ΙΙΒ φάσης. Στο δυτικό τμήμα της Βόρειας Πτέρυγας, τα προανακτορικά ανασκαφικά πλαίσια περιείχαν αρκετούς πυρήνες κεράτων κατσίκας, μερικά φύλλα χρυσού, αρκετή κεραμική και πολλά δείγματα Πιτσιλωτού Ρυθμού (Mottled Ware) (Εικ. 10), ενώ στη Δυτική Πτέρυγα εντοπίστηκε μια απόθεση οψιανού [βρήκαμε 700 απολεπίσματα μικρού μεγέθους σε μια περιοχή μικρότερη του 1 τ.μ. υποδεικνύοντας ότι αρχικά θα πρέπει να ήταν τοποθετημένες μέσα σε ένα δοχείο από κάποιο φθαρτό υλικό (Εικ. 11)], και ένας μερικώς ανασκαμμένος λάκκος, ο οποίος περιείχε κεραμική, λεπίδες οψιανού, ανθρώπινα και οστέινα δόντια, ένα φύλλο χρυσού και ένα χάλκινο βέλος. Οι αποθέσεις αυτές βρίσκονται μεταξύ ενός εξάρματος του φυσικού βράχου στα δυτικά και ενός εντυπωσιακού αναλημματικού τοίχου στα ανατολικά κατασκευασμένου από ογκόλιθους, ο οποίος φαίνεται ότι είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική εξέλιξη του συμπλέγματος ως σύνολο. Οι κτίστες της Νεοανακτορικής περιόδου επέλεξαν, αντί να τον κατεδαφίσουν, να τον διατηρήσουν και να κτίσουν το υπόλοιπο οικοδόμημα γύρω του. Πράγματι, αποτέλεσε τον πυρήνα της νεοανακτορικής ανακατασκευής της περιοχής.
Παρόλο που οι αρχιτεκτονικές φάσεις χρήζουν λεπτομερέστερης διερεύνησης, είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα βόρεια και νότια τμήματα της (αρχικά επιχρισμένης) ανατολικής πρόσοψης της Δυτικής Πτέρυγας κατασκευάστηκαν ταυτόχρονα. Και τα δύο αυτά τμήματα αποτελούνται από μια κατώτερη βαθμίδα με ύψος 45 εκατοστά από σκληρό σκούρο γκρι ασβεστόλιθο και μια δεύτερη βαθμίδα με ύψος 40 εκατοστά λαξευμένου ψαμμίτη. Ωστόσο, δεν αποτελούν μια ενιαία πρόσοψη. Το βόρειο τμήμα αναπτύσσεται αρχικά ως παράλληλη γραμμή με τη δυτική πρόσοψη του Κτηρίου F και εκτείνεται κατά μήκος του άξονα Βορρά-Νότου για λιγότερο από 4 μέτρα (Εικ. 12). Επιπλέον, εντοπίστηκε ένα άνοιγμα το οποίο είχε καταληφθεί από την κατάρρευση αυτού που πιστεύουμε ότι αποτελούσε μια επιφάνεια με αναβαθμούς, η οποία παρείχε πρόσβαση στο δωμάτιο 6.17 και σε μια υπερυψωμένη επιφάνεια, η οποία ήταν χτισμένη κάθετα στον προανακτορικό αναλημματικό τοίχο. Είναι δυνατόν να αποκατασταθούν τουλάχιστον τέσσερεις πλατιοί αναβαθμοί, ορισμένοι από τους οποίους ήταν επιχρισμένοι. Μια επιφάνεια με αναβαθμούς και το επιμελώς διακοσμημένο δωμάτιο 6.17 βρίσκονταν μπροστά από τον προανακτορικό αναλημματικό τοίχο, ο οποίος προς τα νότια, εδράζεται στην επέκταση της λαξευτής πρόσοψης από ασβεστόλιθο, η οποία εξακολουθεί για 12 μέτρα προτού αλλάξει κατεύθυνση προς τα δυτικά.
Τμήματα της δεύτερης βαθμίδας από ψαμμίτη στη νότια αυτή επέκταση έχουν διατηρηθεί καθώς η υπόλοιπη κατέρρευσε στο επίπεδο του δαπέδου της αυλής. Τα δωμάτια που γειτνιάζουν στα νότια με αυτή την πρόσοψη δεν σώζονται σε καλή κατάσταση διατήρησης και δεν προσέφεραν στοιχεία σχετικά με τη νεοανακτορική ή τη μετανακτορική φάση χρήσης, με εξαίρεση το δωμάτιο 10.12, όπου εντοπίστηκε ένα δάπεδο επιχρισμένο με λευκό επίχρισμα και μερικά νεοανακτορικά κύπελλα. Τα δωμάτια αυτά χαρακτηρίζονται από ένα μείγμα προανακτορικού και πρωτοανακτορικού υλικού, όπως περιγράφηκε και παραπάνω. Η νότια πρόσοψη της Δυτικής Πτέρυγας εκτείνεται σε μήκος 9 μέτρων μέχρις ότου συναντήσει τον φυσικό βράχο που υψώνεται στα δυτικά (Εικ. 13). Ένα μεγάλο τμήμα αυτής της νότιας πρόσοψης διατηρεί ακόμα το επίχρισμα κονιάματος. Όσον αφορά τον φυσικό βράχο, είναι πολύ πιθανό ότι ολόκληρο το κτήριο βρισκόταν εντός μιας μεγάλης κοιλότητας του επιπέδου του λόφου ενώ το ανώτερο σημείο του εξάρματος του φυσικού βράχου αποτελούσε κάποτε τη θεμελίωση της δυτικής πρόσοψης του συγκροτήματος.
Στα νότια της νότιας πρόσοψης, η ανασκαφή έφερε στο φως το Κτήριο Κ, ένα υπόγειο οικοδόμημα μέσα στο οποίο είχαν πέσει τμήματα της λαξευτής τοιχοποιίας από ψαμμίτη. Η νότια πρόσοψη περιείχε επίσης πεσμένα τμήματα τοιχοποιίας. Ίσως το γεγονός ότι το κτήριο είναι ημιυπόγειο υποδεικνύει κάποια σχέση με την αποθήκευση του νερού, όπως συμβαίνει με οικοδομήματα που έχουν βρεθεί κοντά ή μέσα στο ανάκτορο της Ζάκρου. Ο προσανατολισμός του Κτηρίου Κ διαφέρει από αυτόν του Τελετουργικού Κτηρίου και ενδεχομένως το Κτήριο Κ να είναι μεταγενέστερο χρονολογικά, ωστόσο η τοιχοποιία είναι πανομοιότυπη με αυτήν των προσόψεων περιμετρικά της αυλής. Η ανασκαφή στο σημείο αυτό δεν έχει ολοκληρωθεί, ωστόσο η δοκιμαστική τομή που έγινε βόρεια του Κτηρίου Κ αποκάλυψε ένα πυκνό στρώμα υλικού, το οποίο είχε εναποτεθεί εκ νέου και περιείχε αρκετή κεραμική, η οποία σχετίζεται με κατάλοιπα ώχρας και λιθάρια (lapilli) τέφρας από τη Σαντορίνη (Εικ. 14), όπως επιβεβαίωσε και η Δρ. C. Lane (Πανεπιστήμιο του Cambridge).
Η τέφρα αυτή και τα ΥΜ ΙΑ αγγεία εκπροσωπούν προς το παρόν το μόνο παράδειγμα τέφρας που έχει μεταφερθεί από τον άνεμο τόσο δυτικά στο νησί. Παρόλο που δεν έχει εντοπιστεί τέφρα εντός των κτηρίων μέχρι τώρα, παραμένει αβέβαιο εάν η έκρηξη του ηφαιστείου προκάλεσε την εγκατάλειψη του συμπλέγματος. Στην πραγματικότητα, ορισμένα κύπελλα που αποκαλύφθηκαν στο Τελετουργικό Κτήριο μπορεί να υποδεικνύουν ότι το κτήριο εγκαταλείφθηκε κάποια στιγμή πριν από την έκρηξη.
Στα νοτιοανατολικά της αυλής διερευνήθηκε ένα οικοδόμημα που ονομάστηκε προσωρινά Κτήριο L. Η δυτική του πρόσοψη είναι κατασκευασμένη με εμφανώς διαφορετικό τρόπο από ότι συμβαίνει στα βόρεια και περιγράφηκε προηγουμένως, ωστόσο η λιθόστρωτη και επιχρισμένη αυλή σταματάει σε αυτό το κτήριο. Επιπλέον, μια δοκιμαστική τομή εντός του Κτηρίου L περιείχε επίσης νεοανακτορική κεραμική, καθώς και έναν μικρό ασκό με σπειροειδή διακόσμηση (Εικ. 15). Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η πρόσοψη αυτή κάνει μια απότομη στροφή προς τα δυτικά, δημιουργώντας μια σχεδόν στρογγυλεμένη γωνία σε αυτήν την πλευρά της αυλής (Εικ. 16).
Πρέπει να έγινε σαφές από αυτή τη σύντομη και προκαταρκτική περιγραφή ότι υπάρχουν παραδόξως λίγα στοιχεία που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη λειτουργία του συμπλέγματος αυτού πέρα από την προφανή χρήση του για τη διενέργεια δημόσιων τελετών. Η λειτουργία αυτή συνάγεται από την επιμελημένη κατασκευή της αυλής, την επιφάνεια με τους αναβαθμούς, τις προσόψεις λαξευτής τοιχοποιίας, τον εικαζόμενο ως λάκκο-εστία ή φούρνο, καθώς επίσης και τον λίθινο κέρνο και τον πάγκο με τις κοιλότητες. Προς το παρόν, υποθέτουμε ότι το συγκρότημα χρονολογείται στις ύστερες μεσομινωικές ΙΙΙΒ και πρώιμες υστερομινωικές ΙΑ φάσεις, φάσεις δηλαδή κατά τις οποίες το ανάκτορο στα Μάλια βρισκόταν επίσης σε χρήση. Επομένως, σε κάποιο βαθμό αναπαράγει την τελετουργική λειτουργία του τελευταίου, το οποίο υποδεικνύει, αν μη τι άλλο, κάποιου είδους περιφερειακή αποκέντρωση κατά τη διάρκεια της πρώιμης νεοανακτορικής περιόδου.
Jan Driessen, Simon Jusseret, Maud Devolder,
Thérèse Claeys, Sylviane Déderix, Ophélie Mouthuy