Σύνοψη
Ανασκαμμένο μεταξύ του 2007 και του 2011, το Κτήριο CD είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά μετα-ανακτορικά οικοδομήματα που έχουν βρεθεί στο νησί μέχρι τώρα. Ανεγέρθηκε στην κορυφή του λόφου του Μπούφου, μερικώς πάνω από πρωτοανακτορικά και νεοανακτορικά κατάλοιπα καταλαμβάνοντας περίπου 370 τ.μ. και έχει πάνω από είκοσι δωμάτια. Το μέγεθός του, ο ιδιαίτερος αρχιτεκτονικός του σχεδιασμός και τα ευρήματα που περιείχε, υποδεικνύουν ότι πρόκειται για ένα σημαντικό οικοδόμημα με συγκεκριμένο ρόλο στην Υστερομινωική ΙΙΙ τοπική κοινότητα.
Κατά τη διάρκεια της ΥΜ ΙΙΙΒ, το Κτήριο CD απαρτιζόταν από τρεις κύριους τομείς, καθένας από τους οποίους ήταν αφιερωμένος σε τελετουργικές δραστηριότητες, κοινωνικές συναθροίσεις/κοινοτικές συνεστιάσεις και βιοτεχνικές δραστηριότητες αντίστοιχα. Δύο από αυτούς τους τομείς είχαν ως επίκεντρο μια μεγάλη αίθουσα με δύο κάθετα υποστυλώματα, η οποία οδηγούσε, μέσω μιας στεγασμένης εισόδου, στην ανατολική και τη νότια «αυλή» αντίστοιχα. Ένα μικρό ιερό περιείχε σωληνοειδή σκεύη με διακόσμηση όφεων και κέρατα καθοσιώσεως, κάλαθους, τρίτωνες, έναν πάγκο, έναν πιθανό βωμό, ενώ δεν αναγνωρίστηκαν ειδώλια θεοτήτων με ανυψωμένα χέρια στον πυρήνα του κτηρίου. Στα νοτιοδυτικά του Κτηρίου CD, ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο παρείχε πρόσβαση μόνο προς τη νότια «αυλή» και περιείχε αποθηκευτικά αγγεία, λίθινα εργαλεία που σχετίζονται με εργασίες άλεσης, καθώς και ένα ιδιόμορφο εύρημα μαγειρικής εγκατάστασης και έναν απορριμματικό λάκκο που σχετίζεται με αυτό. Στην περιοχή επίσης βρέθηκε ένας τεράστιος αριθμός από πεταλίδες και αχινούς, τα οποία αποτελούν κατάλοιπα δίχως αμφιβολία ενός γεύματος που προετοιμάστηκε στο δωμάτιο. Αυτός ο χώρος προετοιμασίας της τροφής θα πρέπει ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τη νότια αυλή, όπου θα πρέπει να λάμβαναν χώρα κοινοτικές τελετές και εορταστικές δραστηριότητες. Ο τρίτος τομέας, ο οποίος αποτελείται κυρίως από περιοχές εργασιών που αρθρώνονταν γύρω από έναν κεντρικό διάδρομο, συνέδεε τους δύο τομείς του κτηρίου όπου διεξάγονταν οι λιγότερο καθημερινές δραστηριότητες. Το κτήριο έφερε ίχνη από διάφορες δραστηριότητες, όπως αποθήκευση σε μεγάλα αγγεία, παραγωγή υφασμάτων, μαγείρεμα και επεξεργασία της τροφής καθώς και άλλες οικιακές και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Ένας σεισμός θα μπορούσε πιθανά να εξηγήσει μερικές καταστροφές που έγιναν κατά την πρώιμη ΥΜ ΙΙΙΒ, ωστόσο δεν έχει ακόμα ταυτιστεί η αιτία της τελικής εγκατάλειψης του Κτηρίου CD κατά την προχωρημένη ΥΜ ΙΙΙΒ. Εκτός από το ιερό, όπου εντοπίστηκαν τελετουργικά τεχνουργήματα επί τόπου, καθώς και το χώρο προετοιμασίας της τροφής, τα περισσότερα δωμάτια ήταν σχεδόν άδεια κατά την τελευταία φάση χρήσης τους, υποδεικνύοντας μια σχεδιασμένη εγκατάλειψη του κτηρίου.
Λεπτομερής περιγραφή
Στην κορυφή του λόφου (με υψόμετρο 21 μέτρα), κατασκευάστηκε ένα μεγάλο συγκρότημα, το Κτήριο CD, με έκταση περίπου 370 τ.μ. με πάνω από είκοσι δωμάτια κατά την Μετα-ανακτορική περίοδο αξιοποιώντας τα σημαντικά νεοανακτορικά κατάλοιπα και καλύπτοντας κατά τόπους πρωτοανακτορικά οικοδομήματα. Σε κάποια στιγμή της μετα-ανακτορικής ιστορίας του κτηρίου, πολύ πιθανά κατά την προχωρημένη ΥΜ ΙΙΙΒ περίοδο, έγιναν σημαντικές τροποποιήσεις στο Κτήριο CD. Αρκετές είσοδοι καταργήθηκαν και δωμάτια σφραγίστηκαν (Εικ. 1).
Αυτό που είναι πραγματικά παράξενο ωστόσο είναι η επιμέλεια με την οποία έγινε η σφράγιση των εισόδων: αντί του συνηθισμένου γεμίσματος των εισόδων με χαλίκι, τοποθετήθηκαν επιμελώς λίθοι, ορισμένες φορές σε σειρές, σα να ήταν αναγκαία κάποια δομική ενίσχυση. Το εγχείρημα αυτό μπορεί να σχετίζεται με φθορές που προκλήθηκαν κατά τον σεισμό, μια υπόθεση που προτάθηκε από τους συναδέλφους μας Simon Jusseret και Charlotte Langohr. Η επίδραση του σεισμού είναι ιδιαίτερα εμφανής στα βόρεια και τα βορειοδυτικά τμήματα των κτηρίων, όπου τα περισσότερα δωμάτια εγκαταλείφθηκαν και παρείχαν, μαζί με άλλες γειτονικές περιοχές, σαφείς ενδείξεις σεισμικών καταστροφών (όπως μεγάλες αποθέσεις με σπασμένα αγγεία κατά χώραν, λιθοσωρούς, καθώς και απορρίμματα υλικών επισκευής και κατασκευής). Ωστόσο, εάν ένας σεισμός θα μπορούσε να εξηγήσει ορισμένες από τις πρώιμες ΥΜ ΙΙΙΒ τροποποιήσεις, η αιτία της τελικής εγκατάλειψης του Κτηρίου CD κατά την ύστερη ΥΜ ΙΙΙΒ δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα.
Στην πρώτη φάση του, το Κτήριο CD αποτελούσε ένα μεγάλο και εντυπωσιακό οικοδόμημα, ιδιατέρως για τα μετα-ανακτορικά πρότυπα. Μπορούμε να το διαιρέσουμε σε τρεις τομείς (Εικ. 2).
Οι δύο κύριοι τομείς, οι οποίοι σημειώνονται με πορτοκαλί και μπλε στην κάτοψη, αναπτύσσονται γύρω από μια μεγάλου μεγέθους αίθουσα με δύο κάθετα υποστυλώματα, η οποία οδηγούσε μέσω μιας στεγασμένης εισόδου στην ανατολική και τη νότια αυλή αντίστοιχα. Εκτός από το μεγάλο κεντρικό δωμάτιο, το οποίο θα μπορούσε να φιλοξενεί μεγάλες συναθροίσεις (τουλάχιστον σαράντα ατόμων όσον αφορά το Δωμάτιο 3.1), οι τομείς αυτοί αποτελούσαν παραρτήματα τα οποία ήταν αφιερωμένα στην αποθήκευση, τη βιοτεχνική μικροτεχνική παραγωγή και την επεξεργασία της τροφής. Ο τρίτος τομέας, με πράσινο χρώμα στην κάτοψη, αποτελείται ουσιαστικά από χώρους εργασιών και διαρθρώνεται γύρω από έναν κεντρικό διάδρομο που συνέδεε τους δύο τομείς του κτιρίου όπου διεξάγονταν οι λιγότερο καθημερινές δραστηριότητες. Το κτήριο έφερε ίχνη από διάφορες δραστηριότητες, όπως αποθήκευση σε μεγάλα δοχεία, παραγωγή υφασμάτων, μαγείρεμα και επεξεργασία της τροφής καθώς και άλλες οικιακές και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Φιλοξενούσε επίσης ένα ιδιαίτερο δωμάτιο, το οποίο ερμηνεύουμε ως ιερό.
Αυτό που γίνεται εμφανές από τη συνολική διαμόρφωση του κτηρίου είναι ότι και οι δύο αίθουσες ήταν δυνητικά εύκολα προσβάσιμες από το εξωτερικό. Η υπόθεση ότι υπήρχε στενή επικοινωνία μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού ενισχύεται στην περίπτωση του Δωματίου 3.1 με τη μνημειακή, δρομική είσοδο. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε την οπτική διαπερατότητα των δύο αιθουσών από το εξωτερικό. Οπτικά και χωρικά, ο τρίτος τομέας είναι εμφανώς πιο απόμακρος από το εξωτερικό, ιδιαίτερα στο νοτιοδυτικό του τμήμα. Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ο σχετικά απομονωμένος χαρακτήρας των χώρων που σχετίζονται με τις υφαντικές δραστηριότητες, γεγονός που γίνεται ιδιαίτερα εμφανές από τον μεγάλο αριθμό σφοντυλιών του Δωματίου 3.6, αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο της μινωικής αρχιτεκτονικής, ιδιαιτέρως από τη Νεοανακτορική περίοδο και εξής. Με όρους διάταξης του χώρου είναι εμφανές ότι ο τρίτος τομέας φιλοξενούσε πιθανότατα το μεγαλύτερο μέρος της κυκλοφορίας εντός του κτηρίου και είναι σαφές ότι συνέδεε τα διαφορετικά τμήματα. Είναι επομένως εμφανές ότι δεν είχε καταβληθεί προσπάθεια να υπάρχει άμεση σύνδεση των δύο κύριων τομέων αλλά ότι η όποια επικοινωνία έπρεπε να διαμεσολαβηθεί από την περιοχή των εργασιών. Ο Jan Driessen έχει υποστηρίξει ότι πιθανά η διάταξη αυτή μπορεί να σχετίζεται με διαφοροποίηση βάσει του κοινωνικού φύλου. Η πιθανή ένδειξη παραγωγής κρασιού στο Δωμάτιο 3.1, σε συνδυασμό με τη δρομικότητα και τη μνημειακότητα της περιοχής, τον έκανε να υποστηρίξει ότι ο χώρος θα μπορούσε να αποτελεί έναν ανδρώνα. Η παρουσία μιας εστίας και τριών τριποδικών μαγειρικών αγγείων στο Δωμάτιο 4.11 αντίθετα μπορεί να υποδεικνύει ότι επρόκειτο για ένα χώρο όπου θα διεξάγονταν οι δραστηριότητες συντήρησης, όπως τις ονομάζουν οι σπουδές φύλου (στις οποίες συγκαταλέγονται το μαγείρεμα και η επεξεργασία της τροφής, η παραγωγή υφαντών, η διαχείριση των οικιακών σκευών και των εργαλείων, η συντήρηση των κοινών χώρων καθώς και οι πρακτικές φροντίδας και ιατρικής φύσης). Τέτοιου είδους δραστηριότητες συχνά σχετίζονται με τις γυναίκες δίνοντάς τους έναν ουσιώδη και συνήθως σημαντικό ρόλο στην κοινότητα. Αυτό θα μπορούσε πιθανά να σημαίνει ότι το 4.11 αποτελούσε το δωμάτιο των γυναικών. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η αίθουσα αυτή, η οποία βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με το Δωμάτιο 3.8, βρίσκεται ακριβώς στον πυρήνα του κτηρίου (Εικ. 3). Μέσα σε αυτό το δωμάτιο βρίσκεται ένας τριγωνικός λίθος με στιλβωμένη επίπεδη επιφάνεια, ο οποίος είναι καλά στερεωμένος στη θέση του με μικρές πέτρες στη βάση του. Τα συγκεκριμένα αυτά τεχνουργήματα – δύο σωληνοειδή σκεύη, έξι κάλαθοι, ένα ανεστραμμένο κωνικό κύπελλο, δύο τρίτωνες, διαβρωμένα από το νερό βότσαλα, εξειδικευμένο σύνολο τριπτών εργαλείων – καθώς και η συσχέτισή τους και η συγκεκριμένη προβολή των αντικειμένων υποδεικνύει ότι το Δωμάτιο 3.8 αντιπροσωπεύει ένα πρωτογενές ανασκαφικό πλαίσιο λατρείας.
Η χωρική διάταξη των αντικειμένων γύρω από τον τριγωνικό λίθο υποδεικνύει ότι ο τελευταίος χρησιμοποιούνταν για την προβολή και την απόθεση προσφορών ή για την προσφορά σπονδών. Τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως ο κέρνος και ο πάγκος υποδεικνύουν ότι το Δωμάτιο 3.8 σχεδιάστηκε ειδικά προκειμένου να φιλοξενεί τελετουργικές δραστηριότητες που σχετίζονταν με λατρεία και επομένως μπορεί να ονομάζεται ιερό. Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι έπειτα από πέντε χρόνια εντατικής έρευνας δεν βρέθηκε ούτε ένα θραύσμα από ειδώλια με ανυψωμένα χέρια στο Σίσι, αντικείμενο που εντοπίζεται σε ανεξάρτητα ιερά με πάγκους κατά την ΥΜ ΙΙΙΓ, υποδεικνύοντας ότι κάποιου άλλου είδους λατρεία θα λάμβανε χώρα στο Ιερό 3.8. Η κατάσταση αυτή μας φέρνει στο νου το οικιστικό συγκρότημα το οποίο ανασκάφηκε στη Συνοικία Ν των Μαλίων, όπου το Δωμάτιο Χ2 περιείχε ένα παρόμοιο εύρος τεχνουργημάτων έχοντας παράλληλα μια συγκρίσιμη αρχιτεκτονική και θέση εντός του κτηρίου. Και στις δύο περιπτώσεις, το ιερό αποτελούσε ένα μικρό δωμάτιο που βρισκόταν στην καρδιά του κτηρίου και συνδεόταν με χώρους συνάθροισης και εξειδικευμένης βιοτεχνικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης ελαφρόπετρας σε μεγάλες ποσότητες, η οποία πιθανά χρησιμοποιούνταν ως λειαντικό μέσο σε λιθοτεχνικές δραστηριότητες. Το Ιερό 3.8 παρέμεινε σε χρήση κατά την τελική φάση κατοίκησης του κτηρίου, μια περίοδο κατά την οποία εγκαταλείφθηκε το Δωμάτιο 4.15. Το μικρό αυτό τετράγωνο δωμάτιο βρισκόταν στη νοτιοδυτική γωνία του κτηρίου και ήταν προσβάσιμο μόνο από την ανοικτή περιοχή στα νότια (Εικ. 4).
Εκτός από τους δύο γραπτούς ψευδόστομους αμφορείς, μια σειρά από μικρογραφικά αγγεία, μια φακοειδή σφραγίδα και ένα ομοίωμα οικίας, το δωμάτιο περιείχε επίσης αποθηκευτικά αγγεία (κυρίως πίθους), λίθινα εργαλεία που σχετίζονται με εργασίες άλεσης και μια πολύ ιδιαίτερη μαγειρική εγκατάσταση. Η λίθινη κατασκευή σε σχήμα L, βρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία του δωματίου οριοθετώντας μερικώς μια περιοχή μαγειρικής δραστηριότητας γεμάτη με στάχτη, κατάλοιπα άνθρακα καθώς και όστρεα (πεταλίδες) και κατάλοιπα από αχινούς. Επίσης, βρέθηκε ένα πινάκιο, πιθανά κατά χώραν, το οποίο ήταν κατασκευασμένο από τη βάση ενός τριποδικού μαγειρικού αγγείου. Η κατασκευή σε σχήμα L και το πινάκιο θα πρέπει να συναποτελούσαν μια εστία και τα ξύλα που καίγονταν στην περιοχή και οριοθετούνταν από τη μικρή επέκταση του τοίχου όπου βρέθηκε το μεγαλύτερο μέρος της στάχτης και παράγονταν ο άνθρακας, ο οποίος χρησιμοποιούνταν σε σχέση με το μαγειρικό αγγείο. Ακριβώς στα δυτικά της εγκατάστασης αυτής, βρέθηκε ένας απορριμματικός λάκκος. Είχε βάθος περίπου 40 εκατοστά και φαίνεται ότι ο φυσικός βράχος είχε σκαφτεί πρόχειρα στον πυθμένα του. Ο λάκκος ήταν γεμάτος με θραύσματα ενός τουλάχιστον μεγάλου πίθου, ο οποίος ήταν πιθανά ενσωματωμένος στην κοιλότητα. Το αγγείο περιείχε ένα τεράστιο αριθμό πεταλίδων και αχινών, αναμφίβολα κατάλοιπα ενός γεύματος το οποίο είχε παρασκευαστεί στο δωμάτιο (Εικ. 5).
Φαίνεται επομένως ότι το δωμάτιο αυτό θα πρέπει να λειτουργούσε ταυτοχρόνως ως μικρός αποθηκευτικός χώρος («κελάρι») και ως μαγειρικός χώρος. Το γεγονός ότι το δωμάτιο είχε πρόσβαση μόνο προς το εξωτερικό υποδεικνύει ότι ήταν στενά συνδεδεμένο με την ανοιχτή περιοχή που βρισκόταν ακριβώς νότια του Κτηρίου CD. Μπορούμε επομένως να υποστηρίξουμε ότι τα γεύματα προετοιμάζονταν στη μαγειρική περιοχή, τα αγαθά αποθηκεύονταν στους πίθους και γενικά τα αγγεία και τα αντικείμενα που βρέθηκαν στο δωμάτιο χρησιμοποιούνταν στους εξωτερικούς χώρους σε συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως σε κοινοτικές τελετουργίες και δραστηριότητες εορταστικών συνεστιάσεων. Το γεγονός ότι η νότια «αυλή» μπορεί να φιλοξενούσε τέτοιου είδους συναθροίσεις τεκμηριώνεται από δύο πολύ μεγάλου μεγέθους αποθέσεις αγγείων πόσης, η μια εκ των οποίων χρονολογείται στη Νεοανακτορική περίοδο, ενώ η άλλη στην ΥΜ ΙΙΙΑ1-2. Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ο απομονωμένος χαρακτήρας του μαγειρικού χώρου-«κελάρι» 4.15 μπορεί να ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης η τροφή και η φωτιά να βρίσκονται σε απόσταση από τις υπόλοιπες δραστηριότητες για λόγους καθαριότητας και ασφάλειας, καθώς αρκετές άλλες μαγειρικές περιοχές αναγνωρίστηκαν με ασφάλεια σε διαφορετικές τοποθεσίες εντός του Κτηρίου CD. Η παρουσία μικρών δωματίων εξοπλισμένων με εστία, μαγειρικά σκεύη και εγκαταστάσεις κατά την ΥΜ ΙΙΙ, τα οποία αποτελούσαν τμήμα ενός κτηρίου αλλά συνδέονταν μόνο με το εξωτερικό, συχνά σε άμεση σύνδεση με σχετικά μεγάλου μεγέθους ανοικτούς χώρους, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη. Μπορούμε να αντλήσουμε παραδείγματα από τη Συνοικία Ν στα Μάλια ή από τους λεγόμενους χώρους προετοιμασίας της τροφής» στον ΥΜ ΙΙΙ οικισμό του Μόχλου. Το μόνο που διαχωρίζει ξεκάθαρα το Δωμάτιο 4.15 από τους ταπεινούς χώρους προετοιμασίας της τροφής ή μικρούς μαγειρικούς χώρους-«κελάρια» είναι το γεγονός ότι τμήμα του υλικού που εντοπίστηκε στο δωμάτιο ακολουθεί ένα συγκεκριμένου τύπο και έχει μια συγκεκριμένη ποιότητα (π.χ. οι διακοσμημένοι ψευδόστομοι αμφορείς, το ομοίωμα οικίας, το σύνολο μικρογραφικών αγγείων, οι φακοειδείς σφραγίδα κ.λπ.), η οποία δεν συνάδει πλήρως με την ιδέα ενός χώρου αποκλειστικά αφιερωμένου στην επεξεργασία της τροφής και τη βραχυπρόθεσμη αποθήκευση αγαθών προς κατανάλωση. Θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό να υποθέσει ότι το Δωμάτιο 4.15 λειτουργούσε και ως αποθηκευτικός χώρος για λιγότερο καθημερινά αντικείμενα, τα οποία ενδεχομένως να είχαν χρησιμοποιηθεί σε σχέση με τις δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα στην ανοικτή περιοχή στα νότια.
Το Κτήριο CD αποτελούσε ένα μεγάλου μεγέθους συγκρότημα με ενδείξεις κοινοτικών δραστηριοτήτων, όπως υποδεικνύεται από την παρουσία της ευρύχωρης και μνημειακής Αίθουσας 3.1, η οποία σχεδιάστηκε εμφανώς για τη συνάθροιση ατόμων. Δημόσιες συνεστιάσεις είναι επίσης πιθανό να λάμβαναν χώρα στη νότια υπαίθρια περιοχή, η οποία σχετίζεται άμεσα με τον μαγειρικό χώρο-«κελάρι» 4.15. Μπορεί ακόμα να είχαν οργανωθεί σε σχέση με τελετουργικές δραστηριότητες στο Δωμάτιο 3.8, ενώ μπορεί να γινόντουσαν πομπές. Η ποικιλία και η κλίμακα των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων που επιτελούνταν σε αυτό το κτηριακό σύμπλεγμα είναι αξιομνημόνευτες αναφορικά με την πιθανή κοινοτική τους λειτουργία. Κατά την τελική φάση κατοίκησής του, όταν μόνο οι Αίθουσες 3.1 και 4.11, το ιερό και ορισμένα δωμάτια που συνδέονταν ήταν ακόμα σε χρήση, το Κτήριο CD φαίνεται ότι αποτελούσε κυρίως ένα τελετουργικό χώρο για μια κοινότητα που είχε πια απομακρυνθεί από τη θέση του Σισίου. Με εξαίρεση το ιερό, όπου εντοπίστηκαν τελετουργικά τεχνουργήματα κατά χώραν, τα περισσότερα δωμάτια βρέθηκαν σχεδόν άδεια κατά την τελική φάση κατοίκησης, υποδεικνύοντας μια σχεδιασμένη εγκατάλειψη του οικήματος.
Quentin Letesson & Florence Driessen Gaignerot