Κατά τη διερεύνηση της Ζώνης 5, αποκαλύφθηκαν σημαντικά κατάλοιπα του μεγάλου μεγέθους Κτηρίου Ε, το οποίο καταστράφηκε από φωτιά κατά την πρώιμη ΥΜ ΙΙΙΒ περίοδο, στο ανώτερο τμήμα της νότιας πλαγιάς του λόφου. Μεταξύ αυτού του κτηρίου και του κεντρικού κτηρίου (CD) στην κορυφή του λόφου παρεμβάλλεται μια μεγάλου μεγέθους ανοικτή περιοχή, ενώ στο νότιο άκρο του βρίσκεται ένα ανθρωπογενές άνδηρο, το οποίο οριοθετείται από μεγάλους αναλημματικούς τοίχους. Όπως συμβαίνει συχνά στη μινωική αρχιτεκτονική, το Κτήριο Ε προσαρμόστηκε στη φυσική τοπογραφία με τη χρήση διαδοχικών ανδήρων και την επαναλαμβανόμενη ενσωμάτωση του φυσικού βράχου στην τοιχοδομία. Απαρτίζεται από δώδεκα στεγασμένους χώρους (χώροι 5.1 με 5.9 και 5.11 με 5.13), ενώ η μεγάλη ανοικτή περιοχή στα βόρεια χρησιμοποιούνταν για την απόρριψη αντικειμένων που σχετίζονταν με συγκεκριμένα γεγονότα, τα οποία υποδεικνύουν την κατανάλωση φαγητού και ποτού, ιδιαίτερα ο μεγάλος λάκκος FE081, καθώς επίσης και για την απόρριψη, αποθήκευση και προετοιμασία των υλικών δόμησης (πιθανά για ανακύκλωση), ορισμένα από τα οποία προέρχονταν από εργασίες καθαρισμού στο Κτήριο CD.
Στα νότια, από το άνδηρο προς τους χώρους 5.1, 5.4 και 5.5, αναγνωρίστηκαν αρκετά σημεία εισόδου στο Κτήριο Ε. Εξαιτίας της διάβρωσης και των αλλαγών του επιπέδου του εδάφους σε αυτό το σημείο του λόφου, δεν καταφέραμε να αναγνωρίσουμε κάποια είσοδο στη δυτική πλευρά. Το ίδιο συμβαίνει και με τη βόρεια πλευρά, όπου η διάβρωση εξάλειψε τους τοίχους μέχρι το επίπεδο του φυσικού βράχου. Περαιτέρω διερεύνηση στο μέλλον μπορεί να αποκαλύψει ένα επιπλέον σημείο πρόσβασης από τα ανατολικά, θεωρείται ωστόσο πιθανότεροη πρόσβαση στο Κτήριο Ε να γινόταν κατά βάση από τα νότια, από την παρούσα είσοδο του αρχαιολογικού χώρου κατά μήκος μας πλαγιάς που οδηγεί στο άνδηρο. Τα ευρήματα από το Κτήριομαςμας προσφέρουν στοιχεία σχετικά με την οικιστική ζωή στο Σίσι κατά την ΥΜ ΙΙΙΑ2/Β περίοδο. Εντοπίστηκε μια ποικιλία δοχείων, όπως κύπελλα και πρόχοι, θραύσματα κυψέλης, τριπτά εργαλεία, τα οποία πιθανά χρησιμοποιήθηκαν για την επεξεργασία της τροφής, κατάλοιπα γευμάτων, οστά ζώων και ένας μεγάλος αριθμός οστρέων, καθώς επίσης και αρκετά εργαλεία από προσμείξεις χαλκού, που χρησιμοποιούνταν κατά κύριο λόγο για ξυλουργικές εργασίες. Μια λουτηροειδής λάρνακα διακοσμημένη με μοτίβο θαλάσσιου ρυθμού (χταπόδια), ένα σωληνοειδές σκεύος (μια στήλη διακοσμημένη με κυματοειδείς πλαστικές λαβές που μοιάζουν με φίδια) και ένα ρυτό βρέθηκαν πεσμένα σε μια σειρά από μαγειρικά αγγεία στον χώρο 5.13, γεγονός που υποδεικνύει ότι πιθανά υπήρχε ένα ιερό στον όροφο και ένας χώρος προετοιμασίας της τροφής στο ισόγειο.
Η αρχιτεκτονική του Κτηρίου Ε είναι αξιοσημείωτη καθώς οι οικοδόμοι έκτισαν το κτήριο προσαρμόζοντάς το με επινοητικότητα στη φυσική διαμόρφωση του λόφου. Κατασκευάστηκε πάνω σε διακριτά άνδηρα, τα οποία ακολουθούν την πλαγιά του φυσικού βράχου, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως δάπεδο σε αρκετά από τα δωμάτια (χώροι 5.4, 5.6, 5.7, 5.8 και 5.9), παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις ο βράχος λαξεύτηκε προκειμένου να δημιουργηθούν επίπεδες κανονικές επιφάνειες (χώρος 5.13). Στον χώρο 5.2, ο φυσικός βράχος λαξεύτηκε ειδικά προκειμένου να λειτουργήσει ως στήριγμα για ένα μεγάλο τοίχο κατασκευασμένο με αργούς λίθους και ανατολικά των χώρων 5.7 και 5.8, είναι ορατό ένα ανάχωμα θεμελίων ενός τοίχου, το οποίο επίσης λαξεύτηκε πάνω στον φυσικό βράχο. Η προκαταρκτική μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων υποδεικνύει ότι οι περισσότεροι τοίχοι του Κτηρίου Ε ανήκουν σε ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Εξαιρέσεις αποτελούν οι επιμέρους διαχωρισμοί ορισμένων δωματίων, οι οποίοι έγιναν σε ένα μεταγενέστερο στάδιο της πορείας του κτηρίου (π.χ. ο τοίχος που χωρίζει του χώρους 5.2 και 5.3, οι οποίοι συναποτελούσαν παλαιότερα έναν ενιαίο χώρο) και η μείωση του πλάτους αρκετών εισόδων (μεταξύ των χώρων 5.2 και 5.3 και μεταξύ των 5.2 και 5.6). Τα διαδοχικά επίπεδα των δαπέδων σε αρκετά από τα δωμάτια (5.2 και 5.8, αλλά δίχως αμφιβολία περισσότερες δοκιμαστικές τομές θα αποφέρουν και άλλα παραδείγματα) απεικονίζουν τη μακροχρόνια κατοίκηση του κτηρίου, το οποίο καταστράφηκε από πυρκαγιά, κατά την πρώιμη ΥΜ ΙΙΙΒ περίοδο (προκαταρκτική χρονολόγηση). Είναι πολύ πιθανό ότι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν βιαστικά το κτήριο, όπως υποδεικνύει η ανακάλυψη ενός μεγάλου μολύβδινου αγγείου, το οποίο ήταν κρυμμένο κάτω από το βοτσαλωτό δάπεδο στη νοτιοδυτική γωνία του χώρου 5.8, καθώς και μεταλλικών εργαλείων.
Δοκιμαστικές τομές σε αρκετά σημεία κάτω από το Κτήριο Ε αποκάλυψαν ενδείξεις προγενέστερης κατοίκησης του λόφου. Τα στοιχεία αυτά ανάγονται στην ΠΜ ΙΙ περίοδο όσον αφορά τα μεμονωμένα θραύσματα κεραμικής, ωστόσο εντοπίστηκε μια ΠΜ ΙΙΙ/ΜΜ Ι απόθεση, η οποία σχετίζεται με ένα ερυθρού χρώματος δάπεδο από χώμα στην ανοικτή περιοχή βόρεια του Κτηρίου Ε, η οποία τέμνεται από την νότια πρόσοψη του Κτηρίου CD. Στην πραγματικότητα, τα πρώιμα ίχνη κατοίκησης προέρχονται κυρίως από τη βόρεια ανοικτή περιοχή. Εκτός από τα ΠΜ ΙΙΙ/ΜΜ Ι αγγεία που σχετίζονται με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, εντοπίστηκαν αρκετές ΜΜ ΙΙ αποθέσεις, υποδεικνύοντας την ύπαρξη μιας ανοικτής περιοχής σε προγενέστερες φάσεις, καθώς και την παρουσία σημαντικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων.
Πράγματι, ακριβώς βόρεια του χώρου 5.13, αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα δύο ΜΜ ΙΙ δωματίων, τα οποία είχαν εν μέρει καταστραφεί εξαιτίας της ανέγερσης του Κτηρίου Ε. Τα δάπεδο του ανατολικότερου χώρου 5.18 ήταν καλυμμένο από ένα λευκό κονίαμα, το οποίο αρχικά κάλυπτε την αργολιθοδομή. Βρέθηκαν αρκετά κύπελλα πεσμένα στο δάπεδο μαζί με ένα μεγάλο θραύσμα ενός λίθινου πώματος. Το δυτικότερο δωμάτιο 5.19 είχε δημιουργηθεί στα βόρεια δίπλα από το κόψιμο του φυσικού βράχου, ο οποίος αποτελούσε επίσης το δάπεδο του δωματίου. Τα δάπεδα και οι τοίχοι ήταν καλυμμένα με κόκκινο και μπλε κονίαμα. Αρκετά αγγεία βρέθηκαν στο στρώμα καταστροφής σε αυτό το σημείο, το οποίο διαταράχθηκε μερικώς στα νότια από την κατασκευή του βόρειου τοίχου του χώρου 5.13 και στα δυτικά από την κατασκευή του κυρίως αναλημματικού τοίχου, ο οποίος συνορεύει με την ανοικτή περιοχή στα δυτικά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, όπως φαίνεται, το δάπεδο του χώρου 5.13, πάνω στο οποίο εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα την πρώιμης ΥΜ ΙΙΙΒ καταστροφής από φωτιά, ανήκε αρχικά στον ΜΜ ΙΙ χώρο 5.19.
Το πρόγραμμα ανοικοδόμησης της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, το οποίο διαταράσσει τα ΜΜ ΙΙ κατάλοιπα, είναι πιθανό ότι είχε τεθεί σε εφαρμογή ήδη από τη Νεοανακτορική περίοδο, όπως υποδεικνύει η συσχέτιση των τοίχων του Κτηρίου Ε με τον κύριο δυτικό αναλημματικό τοίχο. Πράγματι, ο τοίχος αυτός είναι υπερκείμενος μιας ΥΜ Ι απόθεσης κυπέλλων, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η κατασκευή του θα πρέπει να έγινε σε περίοδο μεταγενέστερη της ΜΜ ΙΙ καταστροφής των χώρων 5.18 και 5.19 και της Νεοανακτορικής απόθεσης.
Maud Devolder