Οστρεοαρχαιολογία

Η συστηματική συλλογή των καταλοίπων των θαλάσσιων και χερσαίων μαλακίων έχει υπάρξει αναπόσπαστο κομμάτι της ανασκαφής στο λόφο Κεφάλι στο Σίσι. Στόχος της μελέτης των οστρέων είναι να διερευνήσουμε τη βιογραφία τους, από τη συλλογή των μαλακίων, την προετοιμασία/επεξεργασία, την κατανάλωση και την τελική απόρριψη σύμφωνα με την λεπτομερή ζωοαρχαιολογική, ταφονομική και συγκειμενική ανάλυση του υλικού. Συγκεκριμένα, η οργάνωση της κατανάλωσης των μαλακίων, η κατασκευή οστρέινων τεχνουργημάτων καθώς και η χρήση των οστρέων σε διαφορετικά πλαίσια αποτελούν ζητήματα, που θα διερευνηθούν σε ποικίλες χρονικές (συγχρονικές, διαχρονικές) και χωρικές κλίμακες (οικιστικές, κοινοτικές, τοπικές και περιφερειακές).

Τα συνηθέστερα είδη των οστρεοαρχαιολογικών συνόλων από το Κτήριο CD και το Κτήριο Ε (Φωτογραφίες: Ρ. Βεροπουλίδου, Επεξεργασία εικόνας: Ν. Βαλασιάδης)

 

Η μελέτη του οστρεοαρχαιολογικού συνόλου ξεκίνησε το 2009 και συνεχίστηκε τις δυο επόμενες ανασκαφικές περιόδους (2010 και 2011) θέτοντας σε προτεραιότητα την ανάλυση των οστρέων από τα Κτήρια CD και Ε, τα οποία, σύμφωνα με τους ανασκαφείς (Δρ Letesson και Δρ Devolder αντιστοίχως), χρονολογούνται κατά κύριο λόγο στην ΥΜ ΙΙΙ. Συνολικά, το υλικό που μελετήθηκε περιλάμβανε 3574 όστρεα, από τα οποία τα 3173 αποτελούν κατάλοιπα 42 διαφορετικών θαλάσσιων μαλακίων, αχινών και καβουριών (Εικόνα 1). Υπάρχουν επίσης 401 κατάλοιπα σαλιγκαριών, από τα οποία το 61% είναι προνεωτερικά.

Η συντριπτική πλειονότητα των οστρέων από τα Κτήρια CD και Ε συλλέχθηκαν από την παράκτια ζώνη όπου οι συλλεκτικές μέθοδοι είναι απλές και δεν προϋποθέτουν σημαντική προσπάθεια ή επένδυση χρόνου. Ωστόσο, ένα εύρος διαφορετικών μεταβλητών (οικολογικές συνθήκες διαβίωσης των ειδών, μέγεθος, ποικιλία, παρουσία φθαρμένων οστρέων) υποδεικνύει ότι εφαρμόζονταν διαφορετικές μέθοδοι σε κάθε οικολογικό περιβάλλον για την απόκτηση συγκεκριμένων ειδών. Επιπροσθέτως, η έμφαση σε ορισμένα μόνο είδη από τη μεγάλη ποικιλία που προσφέρεται υποδεικνύει επιλεκτικότητα και μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη εξειδικευμένων συλλεκτικών πρακτικών, τουλάχιστον όσον αφορά τη συλλογή της τροφής.

Μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι το 84% των οστρέων από τα Κτήρια CD και Ε, καθώς και τουλάχιστον 13 διαφορετικά είδη (π.χ. πεταλίδες, τροχοί, αχινοί, καβούρια, καλόγνωμες και στριφτάρια), αποτελούν κατάλοιπα τροφής. Η έλλειψη διαφορών σχετικά με τα μοτίβα της κατανάλωσης μαλακίων μεταξύ των δύο κτηρίων υποδηλώνει την ύπαρξη κοινών διατροφικών συνηθειών και πρακτικών. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα είδη οστρέων εντοπίστηκαν αναμεμειγμένα με απανθρακωμένα φυτικά κατάλοιπα και οστά ζώων υποδεικνύει ότι δεν γινόντουσαν διακρίσεις μεταξύ των διαφορετικών τροφών. Τέλος, η χωρική κατανομή των καταλοίπων οστρέων και στα δύο κτήρια υποδηλώνει ότι τα μαλάκια καταναλώνονταν τόσο σε οικιστικές όσο και σε περισσότερο κοινοτικές περιστάσεις.

Επιπροσθέτως, στο σύνολο που μελετήθηκε είναι παρόντα και τα τρία είδη που σχετίζονται με την παρασκευή πορφυρής βαφής (Hexaplex trunculus, Bolinus brandaris, Stramonita haemostoma). Παρά το γεγονός ότι η εύρεσή τους σε θραυσματική μορφή συνάδει με την παρασκευή πορφυρής βαφής, ο μικρός τους αριθμός δεν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι υπήρχε συστηματική παρασκευή βαφής στη θέση. Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα μικρής κλίμακας επιτόπιας παραγωγής, η οποία συνοδευόταν από την αφαίρεση των απορριμμάτων της παραγωγής στη συνέχεια.

Άλλα είδη μαλακίων είναι πιθανό να συλλέγονταν τυχαία (π.χ. κανάτα, χάβαρο, αγριόμυδο) και να μεταφέρονταν στη θέση μαζί με υλικά από την παραλία (φύκια, άμμο) είτε ως παράξενα αντικείμενα για διακοσμητικούς (κυπραία, κώνος) και άλλους ιδιαίτερους σκοπούς (π.χ. τρίτωνας). Στα οστρέινα τεχνουργήματα συγκαταλέγονται δώδεκα μόνο παραδείγματα (έξι όστρεα με οπή, πέντε όστρεα που χρησιμοποιούνταν ως πρόχειρα κατασκευασμένα εργαλεία και ένα που πιθανά χρησιμοποιούνταν ως μουσικό όργανο).

Αναμένεται ότι η ενοποίηση όλων των βιοαρχαιολογικών δεδομένων (οστά ζώων και ψαριών, φυτικά κατάλοιπα και θαλάσσια και χερσαία μαλάκια) σε συνδυασμό με τις τελικές στρωματογραφικές πληροφορίες και τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα τις ακόλουθες περιόδους μελέτης θα προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για την οικονομία και την κοινωνία του προϊστορικού Σισίου.

Δρ Ρένα Βεροπουλίδου

Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Ελλάδα